συμμαχώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμμαχώ < αρχαία ελληνική συμμαχέω < παρασύνθετο από το σύμμαχος + jω

Ρήμα

συμμαχώ

  1. συνάπτω συμμαχία, γίνομαι σύμμαχος με κάποιον
  2. (μεταφορικά) ενεργώ από κοινού
    όλα τα στοιχεία της φύσης συμμάχησαν εναντίον των ταξιδιωτών

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.