συσκευή εισόδου
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
- (πληροφορική) η συσκευή ή η μονάδα παροχής δεδομένων, όπως είναι για έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή το πληκτρολόγιο, το ποντίκι, ο εξωτερικός σκληρός δίσκος, κλπ[1]
- ο σκληρός δίσκος και η οθόνη αφής είναι συσκευές εισόδου και εξόδου
- στο εσωτερικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο εσωτερικός σκληρός δίσκος αποτελεί συσκευή εισόδου και εξόδου δεδομένων για την κεντρική μονάδα επεξεργασίας και την κεντρική μνήμη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συσκευή εισόδου
Αναφορές
- «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 184, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.