ανέβασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέβασμα τα ανεβάσματα
      γενική του ανεβάσματος των ανεβασμάτων
    αιτιατική το ανέβασμα τα ανεβάσματα
     κλητική ανέβασμα ανεβάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανέβασμα < μεσαιωνική ελληνική ἀνέβασμα (σκάλα)

Ουσιαστικό

ανέβασμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ανεβαίνω
    το ανέβασμα των επίπλων από μεταφορείς (αλλά η ανάβαση ανθρώπων στο βουνό)
  2. (πληροφορική, διαδίκτυο) upload, uploading: η μεταφορά δεδομένων σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)
     αντώνυμα: κατέβασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.