θεατρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεατρικός | η | θεατρική | το | θεατρικό |
| γενική | του | θεατρικού | της | θεατρικής | του | θεατρικού |
| αιτιατική | τον | θεατρικό | τη | θεατρική | το | θεατρικό |
| κλητική | θεατρικέ | θεατρική | θεατρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεατρικοί | οι | θεατρικές | τα | θεατρικά |
| γενική | των | θεατρικών | των | θεατρικών | των | θεατρικών |
| αιτιατική | τους | θεατρικούς | τις | θεατρικές | τα | θεατρικά |
| κλητική | θεατρικοί | θεατρικές | θεατρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεατρικός < αρχαία ελληνική θεατρικός < θέατρον
Επίθετο
θεατρικός -ή -ό
- σχετικός με το θέατρο
- θεατρική παράσταση
- επιδεικτικός και υπερβολικός, όχι αυθόρμητος
- ο κατηγορούμενος με θεατρικές χειρονομίες ζητούσε την επιείκεια του δικαστηρίου
Μεταφράσεις
θεατρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.