συσκευή εκκίνησης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσκευή εκκίνησης < → δείτε τις λέξεις συσκευή και εκκίνηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική boot drive
Πολυλεκτικός όρος
συσκευή εκκίνησης
- (πληροφορική) σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή η συσκευή από όπου φορτώνεται το λειτουργικό σύστημα
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
συσκευή εκκίνησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.