συντηρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντηρητικός | η | συντηρητική | το | συντηρητικό |
| γενική | του | συντηρητικού | της | συντηρητικής | του | συντηρητικού |
| αιτιατική | τον | συντηρητικό | τη | συντηρητική | το | συντηρητικό |
| κλητική | συντηρητικέ | συντηρητική | συντηρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντηρητικοί | οι | συντηρητικές | τα | συντηρητικά |
| γενική | των | συντηρητικών | των | συντηρητικών | των | συντηρητικών |
| αιτιατική | τους | συντηρητικούς | τις | συντηρητικές | τα | συντηρητικά |
| κλητική | συντηρητικοί | συντηρητικές | συντηρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντηρητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντηρητικός[1] < αρχαία ελληνική συντηρέω, συντηρῶ + -ικός < σύν + τηρέω, τηρῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + αοριστικό θέμα τήρη(σα) < τηρώ + -τικός
- (σημασία στην πολιτική) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conservateur και αγγλική conservative
- (για χημεία τροφίμων) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική preservative και γαλλική conservateur
- (νομικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conservatoire
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.di.ɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντη‐ρη‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τη‐ρη‐τι‐κός
Επίθετο
συντηρητικός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο) που δεν αγαπά τους νεωτερισμούς
- (πολιτική) που αντίκειται στις αλλαγές, που υποστηρίζει το κατεστημένο, που (για τα αντίπαλα κόμματα) αντίκειται στην πρόοδο, στην ανανέωση
- Είναι συντηρητικό κόμμα.
- Στο συνέδριο του κόμματος υπερίσχυσαν οι πιο συντηρητικές τάσεις και οι ανανεωτές βγήκαν χαμένοι.
- ≠ αντώνυμα: προοδευτικός, ριζοσπάστης
- που υπολογίζει τις κινήσεις του με μεγάλη προσοχή και δεν θέλει να εκτίθεται σε κινδύνους
- (νομικός όρος) που αποσκοπεί στην προστασία του δανειστή
- συντηρητική κατάσχεση
- (ιατρική) που γίνεται με χορήγηση φαρμάκων και όχι με χειρουργική επέμβαση
- συντηρητική θεραπεία
- (χημεία τροφίμων, συχνότερα ως ουσιαστικό στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη συντηρητικά για ουσίες που βοηθούν στην συντήρηση των τροφίμων και συμβάλλουν στη μη αλλοίωσή τους
- Πάρε κάτι φρέσκο καλύτερα γιατί αυτό εδώ είναι γεμάτο συντηρητικά
- (ιδεολογία) εναντίωση στις απελευθερωτικές τάσεις και ενίσχυση του αισθήματος ικανοποίησης της υπάρχουσας στασιμότητας.
- (φυσική) που δεν εξαρτάται από τη διαδρομή ενός σώματος αλλά από την ενέργεια στην αρχική και τελική του κατάσταση
- συντηρητική δύναμη
Συγγενικά
- συντηρητικά
- συντηρητικότητα
- συντηρητισμός
- συντηρώ
- και → δείτε τη λέξη συντήρηση
Σύνθετα
Μεταφράσεις
συντηρητικός
|
Αναφορές
- συντηρητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.