συντηρητικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συντηρητικό | τα | συντηρητικά |
| γενική | του | συντηρητικού | των | συντηρητικών |
| αιτιατική | το | συντηρητικό | τα | συντηρητικά |
| κλητική | συντηρητικό | συντηρητικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντηρητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντηρητικός
Ουσιαστικό
συντηρητικό ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- η ουσία που βοηθά στην συντήρηση των τροφίμων και συμβάλλει στη διατήρησή τους ώστε να μην αλλοιωθούν
Μεταφράσεις
συντηρητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συντηρητικό
- αιτιατική ενικού του συντηρητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συντηρητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.