ριζοσπάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ριζοσπάστης | οι | ριζοσπάστες |
| γενική | του | ριζοσπάστη | των | ριζοσπαστών |
| αιτιατική | τον | ριζοσπάστη | τους | ριζοσπάστες |
| κλητική | ριζοσπάστη | ριζοσπάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.zoˈspa.stis/
Ουσιαστικό
ριζοσπάστης αρσενικό (θηλυκό: ριζοσπάστρια)
- (πολιτική) αυτός που αρνείται το παρελθόν και υιοθετεί ή προτείνει κάτι το ριζικά καινούριο όσον αφορά την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ριζοσπαστικοποίηση
- ριζοσπαστικοποιώ
- ριζοσπαστικά
- ριζοσπαστικός
- ριζοσπαστικότητα
- ριζοσπαστισμός
- ριζοσπάστρια
- → δείτε τις λέξεις ρίζα και σπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.