conservatoire
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| conservatoire | conservatoires |
conservatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αποσκοπεί στην διατήρηση αγαθών και δικαιωμάτων που κινδυνεύουν να καταπατηθούν
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| conservatoire | conservatoires |
conservatoire (fr) αρσενικό
- οργανισμός που αποσκοπεί στην προστασία κάποιου αγαθού
- ωδείο
Εκφράσεις
- conservatoire de musique
- (Γαλλία) Conservatoire national des arts et métiers (CNAM): ίδρυμα που αποσκοπεί στη διατήρηση συλλογών σχετικών με τις επιστήμες και τις τεχνολογίες και έχει σχολή που δίνει διπλώματα μηχανικών
- (Γαλλία) Conservatoire supérieur d'art dramatique: ίδρυμα μόρφωσης επαγγελματιών ηθοποιών
- (Γαλλία) Conservatoire national supérieur de musique: ίδρυμα μόρφωσης επαγγελματιών μουσικών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.