conservateur
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- conservateur < λατινική conservator
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| conservateur | conservateurs |
conservateur (fr) αρσενικό
- ο συντηρητικός
- (παρωχημένο) o φύλακας, o φρουρός στην υπηρεσία κάποιου
- (χημεία) το συντηρητικό (π.χ. για έναν χυμό)
- το τμήμα ενός ψυγείου όπου διατηρούνται για πολύ καιρό τα τρόφιμα, ο καταψύκτης
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | conservateur | conservateurs |
| θηλυκό | conservatrice | conservatrices |
conservateur (fr)
- (πολιτική) συντηρητικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη conserver
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.