συντηρητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντηρητικότητα οι συντηρητικότητες
      γενική της συντηρητικότητας των συντηρητικοτήτων
    αιτιατική τη συντηρητικότητα τις συντηρητικότητες
     κλητική συντηρητικότητα συντηρητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντηρητικότητα < συντηρητικός + -ότης/-ότητα

Ουσιαστικό

συντηρητικότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.