υπερσυντηρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερσυντηρητικός | η | υπερσυντηρητική | το | υπερσυντηρητικό |
| γενική | του | υπερσυντηρητικού | της | υπερσυντηρητικής | του | υπερσυντηρητικού |
| αιτιατική | τον | υπερσυντηρητικό | την | υπερσυντηρητική | το | υπερσυντηρητικό |
| κλητική | υπερσυντηρητικέ | υπερσυντηρητική | υπερσυντηρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερσυντηρητικοί | οι | υπερσυντηρητικές | τα | υπερσυντηρητικά |
| γενική | των | υπερσυντηρητικών | των | υπερσυντηρητικών | των | υπερσυντηρητικών |
| αιτιατική | τους | υπερσυντηρητικούς | τις | υπερσυντηρητικές | τα | υπερσυντηρητικά |
| κλητική | υπερσυντηρητικοί | υπερσυντηρητικές | υπερσυντηρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερσυντηρητικός < υπέρ + συντηρητικός
Μεταφράσεις
υπερσυντηρητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.