συντελεστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συντελεστής | οι | συντελεστές |
| γενική | του | συντελεστή | των | συντελεστών |
| αιτιατική | τον | συντελεστή | τους | συντελεστές |
| κλητική | συντελεστή | συντελεστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντελεστής < συντελώ + -τής < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coefficient)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.de.leˈstis/
Ουσιαστικό
συντελεστής αρσενικό
- οποιοδήποτε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση που συντελεί σε κάτι
- (μαθηματικά) ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται παράσταση πολυωνύμου
- (φυσική) πολλαπλασιαστής αριθμός ως σταθερά ή μετατροπής
- συντελεστής μετατροπής μονάδας
Συγγενικά
- συντελεστικός
- → δείτε τη λέξη τελώ
Μεταφράσεις
οποιοδήποτε που συντελεί σε κάτι
μαθηματικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συντελεστής | οἱ | συντελεσταί |
| γενική | τοῦ | συντελεστοῦ | τῶν | συντελεστῶν |
| δοτική | τῷ | συντελεστῇ | τοῖς | συντελεσταῖς |
| αιτιατική | τὸν | συντελεστήν | τοὺς | συντελεστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | συντελεστᾰ́ | συντελεσταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντελεστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συντελεσταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντελεστής < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ
Ουσιαστικό
συντελεστής αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μέλος ένωσης γαιοκτημόνων υπεύθυνο για τη συλλογή και πληρωμή φόρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.