τελέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
τελέω
- ολοκληρώνω, εκπληρώνω
- πληρώνω (πχ φόρο, μισθό κλπ)
- ξοδεύω, καταναλώνω
- μυώ σε μυστήρια
- τελώ θρησκευτική τελετή
- επικός τύπος : τελείω
- συνηρημένο: τελῶ
Συγγενικά
- τέλεσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.