τελέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

τελέω < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ρήμα

τελέω

  1. ολοκληρώνω, εκπληρώνω
  2. πληρώνω (πχ φόρο, μισθό κλπ)
  3. ξοδεύω, καταναλώνω
  4. μυώ σε μυστήρια
  5. τελώ θρησκευτική τελετή

Συγγενικά

  • τέλεσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.