συλλογή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συλλογή | οι | συλλογές |
| γενική | της | συλλογής | των | συλλογών |
| αιτιατική | τη | συλλογή | τις | συλλογές |
| κλητική | συλλογή | συλλογές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συλλογή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλογή (συγκέντρωση) < συλλέγω < (σύν) συλ- + λέγω (με τη σημασία: συλλέγω, συγκεντρώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική collection
- για τη σημασία «επανερχόμενη σκέψη» < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συλλογή [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.loˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λο‐γή
Ουσιαστικό
συλλογή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συλλέγω
- η συγκέντρωση πραγμάτων
- ↪ με τη συλλογή των σκουπιδιών θα ασχοληθούμε αύριο
- ↪ για τη συλλογή όλων των στοιχείων θα χρειαστούν τρεις υπάλληλοι
- η συστηματική συγκέντρωση ομοειδών πραγμάτων
- ↪ ασχολείται με τη συλλογή έργων τέχνης
- (συνεκδοχικά) τα συστηματικά συγκεντρωμένα ομοειδή πράγματα
- ↪ είχε μια τεράστια συλλογή από πεταλούδες
- η συγκέντρωση πραγμάτων
- σκέψη που επανέρχεται, που με απασχολεί
- ↪ βυθίζομαι σε συλλογή
- → δείτε και τη λέξη περισυλλογή
Μεταφράσεις
συγκέντρωση πραγμάτων
|
Αναφορές
- συλλογή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.