factor

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
factor factors

Ετυμολογία

factor < μέση γαλλική facteur < λατινική factor < factus < facio

Ουσιαστικό

factor (en)

  1. ο παράγοντας
    It’s one of the most important factors.
    Είναι ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες.
  2. (μαθηματικά) ο διαιρέτης
  3. ο συντελεστής, το ποσό κατά το οποίο κάτι αυξάνεται ή μειώνεται
    The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
    Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.