γαιοκτήμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαιοκτήμονας | οι | γαιοκτήμονες |
| γενική | του | γαιοκτήμονα | των | γαιοκτημόνων |
| αιτιατική | τον | γαιοκτήμονα | τους | γαιοκτήμονες |
| κλητική | γαιοκτήμονα | γαιοκτήμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαιοκτήμονας < γαιοκτήμων < γαιο- + κτήμα + -ων < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Landbesitzer
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.