πολλαπλασιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολλαπλασιαστής | οι | πολλαπλασιαστές |
| γενική | του | πολλαπλασιαστή | των | πολλαπλασιαστών |
| αιτιατική | τον | πολλαπλασιαστή | τους | πολλαπλασιαστές |
| κλητική | πολλαπλασιαστή | πολλαπλασιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολλαπλασιαστής (μαρτυρείται από το 1843)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική multiplicateur < ρήμα multiplier < πολλαπλασιάζω
Ουσιαστικό
πολλαπλασιαστής αρσενικό
- ο αριθμός που πολλαπλασιάζει κάποιον άλλον· σε έναν πολλαπλασιασμό, ο πρώτος αριθμός που ονομάζουμε
- στον πολλαπλασιαμό 4 x 5, το 4 είναι ο πολλαπλασιαστής
- ο πολλαπλασιαστέος είναι ο δεύτερος όρος του πολλαπλασιασμού 4 x 5, δηλαδή το 5
- στον πολλαπλασιαμό 4 x 5, το 4 είναι ο πολλαπλασιαστής
- μηχανισμός που αυξάνει το έργο μιας συσκευής
- πηνίο που αυξάνει την τάση ενός ρεύματος
- το πρόσωπο που έχει επιμορφωθεί σε ένα θέμα και στη συνέχεια, ενδεχομένως, να λειτουργήσει ως επιμορφωτής άλλων προσώπων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολλαπλασιαστής
Αναφορές
- σελ. 824, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.