συγγένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγγένεια οι συγγένειες
      γενική της συγγένειας των συγγενειών
    αιτιατική τη συγγένεια τις συγγένειες
     κλητική συγγένεια συγγένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγγένεια < συγγενής < (σύν) συγ- + γένος

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋˈɟe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγγένεια

Ουσιαστικό

συγγένεια θηλυκό

  • η βιολογική (εξ αίματος) ή θεσμική (εξ αγχιστείας) σχέση που συνδέει δυο ή περισσότερα πρόσωπα της ίδιας οικογένειας.
    Ο γάμος μεταξύ ατόμων που συνδέονται με συγγένεια πρώτου και δευτέρου βαθμού απαγορεύεται.
  • η σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, με βάση τις ομοιότητές τους ή την κοινή τους προέλευση.
    Πολλοί ιστορικοί της τέχνης διακρίνουν μία συγγένεια ανάμεσα στην τεχνοτροπία των κυκλαδικών ειδωλίων και τη μοντέρνα τέχνη.

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγγένει αἱ συγγένειαι
      γενική τῆς συγγενείᾱς τῶν συγγενειῶν
      δοτική τῇ συγγενεί ταῖς συγγενείαις
    αιτιατική τὴν συγγένειᾰν τὰς συγγενείᾱς
     κλητική ! συγγένει συγγένειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγγενεί
γεν-δοτ τοῖν  συγγενείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγγένεια < συγγεν(ής) + -εια < (σύν) συγ- + γένος

Ουσιαστικό

συγγένεια θηλυκό

  1. δεσμοί αίματος, εξ αίματος συγγένεια
  2. η γενικά, το σόι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.