συγγενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγγενικός η συγγενική το συγγενικό
      γενική του συγγενικού της συγγενικής του συγγενικού
    αιτιατική τον συγγενικό τη συγγενική το συγγενικό
     κλητική συγγενικέ συγγενική συγγενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγγενικοί οι συγγενικές τα συγγενικά
      γενική των συγγενικών των συγγενικών των συγγενικών
    αιτιατική τους συγγενικούς τις συγγενικές τα συγγενικά
     κλητική συγγενικοί συγγενικές συγγενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συγγενικός < αρχαία ελληνική συγγενικός < συγγενής + ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈkos/ ή /si.ŋɟe.niˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈci/ ή /si.ŋɟe.niˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /si.ɟe.niˈko/ ή /si.ŋɟe.niˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

συγγενικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με συγγενή ή συγγένεια
    συγγενική σχέση
  2. που αποτελείται από συγγενείς
    συγγενική συνάθροιση
  3. (μεταφορικά) που συγγενεύει, που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κάτι άλλο
    συγγενικές γλώσσες, συγγενική ιδεολογία

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • συγγενικά δικαιώματα
  • συγγενικό συμβούλιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.