συγγενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγγενικός | η | συγγενική | το | συγγενικό |
| γενική | του | συγγενικού | της | συγγενικής | του | συγγενικού |
| αιτιατική | τον | συγγενικό | τη | συγγενική | το | συγγενικό |
| κλητική | συγγενικέ | συγγενική | συγγενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγγενικοί | οι | συγγενικές | τα | συγγενικά |
| γενική | των | συγγενικών | των | συγγενικών | των | συγγενικών |
| αιτιατική | τους | συγγενικούς | τις | συγγενικές | τα | συγγενικά |
| κλητική | συγγενικοί | συγγενικές | συγγενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγγενικός < αρχαία ελληνική συγγενικός < συγγενής + ικός
Προφορά
Επίθετο
συγγενικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με συγγενή ή συγγένεια
- συγγενική σχέση
- που αποτελείται από συγγενείς
- συγγενική συνάθροιση
- (μεταφορικά) που συγγενεύει, που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κάτι άλλο
- συγγενικές γλώσσες, συγγενική ιδεολογία
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- συγγενικά δικαιώματα
- συγγενικό συμβούλιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.