συγγενεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγγενεύω < συγγεν(ής) + -εύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟeˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐γε‐νεύ‐ω
Ρήμα
συγγενεύω, αόρ.: συγγένεψα (αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι συγγενής με κάποιον
- έχω συγγένεια με κάποιον
- (μεταφορικά) έχω ομοιότητες με ...
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγγενεύω | συγγένευα | θα συγγενεύω | να συγγενεύω | συγγενεύοντας | |
| β' ενικ. | συγγενεύεις | συγγένευες | θα συγγενεύεις | να συγγενεύεις | συγγένευε | |
| γ' ενικ. | συγγενεύει | συγγένευε | θα συγγενεύει | να συγγενεύει | ||
| α' πληθ. | συγγενεύουμε | συγγενεύαμε | θα συγγενεύουμε | να συγγενεύουμε | ||
| β' πληθ. | συγγενεύετε | συγγενεύατε | θα συγγενεύετε | να συγγενεύετε | συγγενεύετε | |
| γ' πληθ. | συγγενεύουν(ε) | συγγένευαν συγγενεύαν(ε) |
θα συγγενεύουν(ε) | να συγγενεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγγένεψα | θα συγγενέψω | να συγγενέψω | συγγενέψει | ||
| β' ενικ. | συγγένεψες | θα συγγενέψεις | να συγγενέψεις | συγγένεψε | ||
| γ' ενικ. | συγγένεψε | θα συγγενέψει | να συγγενέψει | |||
| α' πληθ. | συγγενέψαμε | θα συγγενέψουμε | να συγγενέψουμε | |||
| β' πληθ. | συγγενέψατε | θα συγγενέψετε | να συγγενέψετε | συγγενέψτε | ||
| γ' πληθ. | συγγένεψαν συγγενέψαν(ε) |
θα συγγενέψουν(ε) | να συγγενέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγγενέψει | είχα συγγενέψει | θα έχω συγγενέψει | να έχω συγγενέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγγενέψει | είχες συγγενέψει | θα έχεις συγγενέψει | να έχεις συγγενέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγγενέψει | είχε συγγενέψει | θα έχει συγγενέψει | να έχει συγγενέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγγενέψει | είχαμε συγγενέψει | θα έχουμε συγγενέψει | να έχουμε συγγενέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγγενέψει | είχατε συγγενέψει | θα έχετε συγγενέψει | να έχετε συγγενέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγγενέψει | είχαν συγγενέψει | θα έχουν συγγενέψει | να έχουν συγγενέψει |
| |
Μεταφράσεις
συγγενεύω
|
|
Πηγές
- συγγενεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.