parenté

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ʁɑ̃.te/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
parenté parentés

parenté (fr) θηλυκό

  1. η συγγένεια
  2. το σύνολο των συγγενών, το σόι
  3. η ομοιότητα που δείχνει κοινή προέλευση, π.χ. ανάμεσα σε έργα τέχνης

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.