εξ αγχιστείας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξ αγχιστείας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξ ἀγχιστείας < μεσαιωνική ελληνική ἐξ ἀγχιστείας < αρχαία ελληνική ἐξ ἀγχιστείας  δείτε τις λέξεις εκ και αγχιστεία

Έκφραση

εξ αγχιστείας

  1. (λόγιο) από αγχιστεία, που προκύπτει λόγω γάμου
    Έχω δύο αδέλφια εξ αγχιστείας και τρία εξ αίματος.
    Συγγενείς εξ αγχιστείας.
  2. (επιθετικοποιημένο)
    Είναι οι εξ αγχιστείας συγγενείς μου από το δεύτερο γάμο της μητέρας μου.
 αντώνυμα: εξ αίματος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • αγχιστεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.