ομοιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιότητα οι ομοιότητες
      γενική της ομοιότητας των ομοιοτήτων
    αιτιατική την ομοιότητα τις ομοιότητες
     κλητική ομοιότητα ομοιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοιότητα < αρχαία ελληνική ὀμοιότης

Προφορά

ΔΦΑ : /o.miˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

ομοιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα αυτού που είναι όμοιος με κάποιον/κάτι άλλο, η ιδιότητα που έχουν δύο άτομα ή αντικείμενα να μοιάζουν μεταξύ τους
    η ομοιότητα αυτού του ανθρώπου με τον πατέρα σου είναι εκπληκτική
  2. ένα χαρακτηριστικό που είναι όμοιο σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους ή πράγματα
    το DNA του χοίρου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό του ανθρώπου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.