ομοιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοιότητα | οι | ομοιότητες |
| γενική | της | ομοιότητας | των | ομοιοτήτων |
| αιτιατική | την | ομοιότητα | τις | ομοιότητες |
| κλητική | ομοιότητα | ομοιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοιότητα < αρχαία ελληνική ὀμοιότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.miˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό
ομοιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα αυτού που είναι όμοιος με κάποιον/κάτι άλλο, η ιδιότητα που έχουν δύο άτομα ή αντικείμενα να μοιάζουν μεταξύ τους
- η ομοιότητα αυτού του ανθρώπου με τον πατέρα σου είναι εκπληκτική
- ένα χαρακτηριστικό που είναι όμοιο σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους ή πράγματα
- το DNA του χοίρου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό του ανθρώπου
Μεταφράσεις
ομοιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.