σόι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σόι | τα | σόγια |
| γενική | του | σογιού | των | σογιών |
| αιτιατική | το | σόι | τα | σόγια |
| κλητική | σόι | σόγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σόι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική صوی (soy, καταγωγή) (τουρκική soy)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈso.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σό‐ι
Ουσιαστικό
σόι ουδέτερο (οικογένεια)
- η ευρύτερη οικογένεια στην οποία ανήκει κάποιος
- ↪ Ο γάμος τους διαλύθηκε εξαιτίας της ασυνεννοησίας ανάμεσα στα σόγια.
- το συγγενολόι
- ↪ κάθε φορά που έχουμε γιορτή, πλακώνει όλο το σόι
- το είδος
- ↪ τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.