συμπεθεριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπεθεριό τα συμπεθεριά
      γενική του συμπεθεριού των συμπεθεριών
    αιτιατική το συμπεθεριό τα συμπεθεριά
     κλητική συμπεθεριό συμπεθεριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπεθεριό < συμπεθερ(εύω) + -ιό

Ουσιαστικό

συμπεθεριό ουδέτερο

  1. η συμπεθεριά
  2. όλα τα πεθερικά μαζί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.