εξ αίματος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξ αίματος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξ αἵματος < μεσαιωνική ελληνική ἐξ αἵματος < αρχαία ελληνική ἐξ αἵματος  δείτε τις λέξεις εκ και αίμα

Έκφραση

εξ αίματος

  1. (νομικός όρος) από αίμα· που προκύπτει λόγω κοινής οικογενειακής καταγωγής
    Αυτή κι η μητέρα της συνδέονται με συγγένεια εξ αίματος πρώτου βαθμού.
  2. (επιθετικοποιημένο)
    Επιβεβαιώθηκε ότι είναι εξ αίματος συγγενείς.
 αντώνυμα: εξ αγχιστείας

  • δεσμός αίματος για σχέση δυνατής φιλίας ή συγγενική σχέση
  • το αίμα νερό δε γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί είναι ακατάλυτοι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.