στόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόλος οι στόλοι
      γενική του στόλου των στόλων
    αιτιατική τον στόλο τους στόλους
     κλητική στόλε στόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsto.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στόλος

Ουσιαστικό

στόλος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) σύνολο πλοίων υπό την ίδια σημαία
    ο εμπορικός στόλος της Ελλάδας
    η ναυτική σύγκρουση μεταξύ των δύο στόλων
  2. (στρατιωτικός όρος) μεγάλη μονάδα του πολεμικού ναυτικού που περιλαμβάνει το σύνολο των πλοίων που επιχειρούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή
    ο αμερικανικός 6ος στόλος
  3. σύνολο οχημάτων ή αεροσκαφών της ίδιας ιδιοκτησίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στόλος οἱ στόλοι
      γενική τοῦ στόλου τῶν στόλων
      δοτική τῷ στόλ τοῖς στόλοις
    αιτιατική τὸν στόλον τοὺς στόλους
     κλητική ! στόλε στόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στόλω
γεν-δοτ τοῖν  στόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόλος < θέμα στολ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος (όπως και στο στολή) που απαντά στο στέλλω [1]

Ουσιαστικό

στόλος αρσενικό

  1. εφοδιασμός για πολεμικές επιχειρήσεις σε ξηρά ή θάλασσα
    1. εξοπλισμός, οπλισμός
      1. στρατιά
      2. (ναυτικός όρος) στόλος, θαλάσσια δύναμη
        οὐ πολλῷ στόλῳ: με ένα μόνο πλοίο
  2. ταξίδι, οδοιπορία
    1. αποστολή (η αιτία του ταξιδιού)
  3. (αθλητισμός) (περίφραση) παγκρατίου στόλος, συνώνυμο της λέξης παγκράτιον
  4. (ναυτικός όρος) έμβολο πλοίου

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις στολή και στέλλω

Πηγές

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.