στέλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στέλλω 
Παρατατικός  ἔστελλον 
Μέλλοντας  (στελώ) 
Αόριστος  ἔστειλα 
Παρακείμενος  ἔσταλκα 
Υπερσυντέλικος  ἐστάλκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

στέλλω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skʷel-

Ρήμα

στέλλω

  1. πέμπω, στέλνω
  2. αναχωρώ, ετοιμάζομαι να φύγω (στην ενεργητική φωνή, αλλά ως αμετάβατο). ετοιμάζω στρατό ή στόλο, παρασκευάζω

Κλίση

λείπει η κλίση

  • Στην κλίση είναι σε παρένθεση όσοι τύποι είναι αδόκιμοι ή απαντώνται μόνον σε σύνθετες μορφές, π.χ. του αποστέλλω και υποστέλλω

Συγγενικά

Σύνθετα

στελ-

σταλ-

  • ἀσταλής
  • μονοσταλής

στολ-

-στολος

  • ἄστολος
  • αὐτόστολος
  • βοόστολος
  • γαμοστόλος
  • δίστολος
  • ἐργόστολος
  • ἰδιόστολος
  • ἱερόστολος
  • εὐσταλής
  • εὔστολος
  • θηλύστολος
  • κυανόστολος
  • λευκόστολος
  • λινόστολος
  • μελανόστολος
  • μονόστολος
  • ναύστολος
  • νεβριδόστολος
  • νεκυοστόλος
  • νεκροστόλος
  • νυμφοστόλος
  • ὁμόστολος
  • πλεκτανόστολος
  • ποικιλόστολος
  • πυγόστολος
  • ὑδροστόλος
  • ὑψίστολος
  • φορτοστόλος
  • χρυσεόστολος
  • ψυχοστόλος
  • ὠκύστολος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.