στέλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | στέλλω | |
| Παρατατικός | ἔστελλον | |
| Μέλλοντας | (στελώ) | |
| Αόριστος | ἔστειλα | |
| Παρακείμενος | ἔσταλκα | |
| Υπερσυντέλικος | ἐστάλκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- στέλλω < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skʷel-
Ρήμα
στέλλω
Κλίση
→ λείπει η κλίση
- Στην κλίση είναι σε παρένθεση όσοι τύποι είναι αδόκιμοι ή απαντώνται μόνον σε σύνθετες μορφές, π.χ. του αποστέλλω και υποστέλλω
Συγγενικά
Σύνθετα
στελ-
- ἀμφιστέλλομαι
- ἀναστέλλω
- ἀποστέλλω
- διαστέλλω
- ἐκστέλλω
- ἐνστέλλω
- ἐπιστέλλω
- καταστέλλω
- μεταστέλλω
- παραστέλλω
- περιστέλλω
- προστέλλω
- προσαποστέλλω
- συναποστέλλω
- συστέλλω
- ὑποστέλλω
σταλ-
- ἀσταλής
- μονοσταλής
στολ-
- στολάρχης
- στόλαρχος
- στολαγωγός
- στολοδρομέω
-στολος
- ἄστολος
- αὐτόστολος
- βοόστολος
- γαμοστόλος
- δίστολος
- ἐργόστολος
- ἰδιόστολος
- ἱερόστολος
- εὐσταλής
- εὔστολος
- θηλύστολος
- κυανόστολος
- λευκόστολος
- λινόστολος
- μελανόστολος
- μονόστολος
- ναύστολος
- νεβριδόστολος
- νεκυοστόλος
- νεκροστόλος
- νυμφοστόλος
- ὁμόστολος
- πλεκτανόστολος
- ποικιλόστολος
- πυγόστολος
- ὑδροστόλος
- ὑψίστολος
- φορτοστόλος
- χρυσεόστολος
- ψυχοστόλος
- ὠκύστολος
Πηγές
- στέλλω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- στέλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.