στρατιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρατιά οι στρατιές
      γενική της στρατιάς των στρατιών
    αιτιατική τη στρατιά τις στρατιές
     κλητική στρατιά στρατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατιά < αρχαία ελληνική στρατιά. Συγχρονικά αναλύεται σε στρατ(ός) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾaˈtça/ & /stɾaˈti̯a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρατιά
ΔΦΑ : /stɾa.tiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρατιά

Ουσιαστικό

στρατιά θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) η μεγαλύτερη στρατιωτική μονάδα με ενιαία διοίκηση που αποτελείται από σώματα στρατού
  2. (μεταφορικά) πολυάριθμη ομάδα (δηλώνει υπερβολή, ή λέγεται σε ειρωνικό ύφος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στρᾰτῐᾱ-
ονομαστική στρατιᾱ́ αἱ στρατιαί
      γενική τῆς στρατιᾶς τῶν στρατιῶν
      δοτική τῇ στρατι ταῖς στρατιαῖς
    αιτιατική τὴν στρατιᾱ́ν τὰς στρατιᾱ́ς
     κλητική ! στρατιᾱ́ στρατιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στρατιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατιά < στρατ(ός) + -ιά

Ουσιαστικό

στρατιά [ στρᾰτῐᾱ ] θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατός
    στρατιά ναυτική, πεζή
    Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
  2. (μερικές φορές στρατεία) εκστρατεία

  • στρατεία
  • στρατίη ιωνικός τύπος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.