παγκράτιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παγκράτιον < παν- + κρατέω, κρατῶ

Ουσιαστικό

παγκράτιον ουδέτερο

Ταυτόσημο

  • παμμάχιον (σύμφωνα με τον λεξικογράφο Φώτιο)
  • (περιφραστικά) παγκρατίου στόλος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.