οπλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλισμός οι οπλισμοί
      γενική του οπλισμού των οπλισμών
    αιτιατική τον οπλισμό τους οπλισμούς
     κλητική οπλισμέ οπλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπλισμός < αρχαία ελληνική ὁπλισμός < ὅπλον

Προφορά

ΔΦΑ : /o.pliˈzmos/

Ουσιαστικό

οπλισμός αρσενικό

  1. ένα σύνολο από όπλα (που χρησιμοποιεί ένας ένοπλος ή ένα σύνολο ανθρώπων, π.χ. στρατός)
  2. (κατ’ επέκταση) κάποιο υλικό σε διάφορες μορφές (π.χ. σιδερένιες ράβδοι), που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει μια κατασκευή (π.χ. από σκυρόδεμα)
  3. (μεταφορικά) οι ικανότητες ή οι δυνατότητες που έχει κάποιος σε έναν τομέα
  4. (μουσική) οι διέσεις ή υφέσεις που βρίσκονται στην αρχή ενός πεντάγραμμου και καθορίζουν την κλίμακα ενός μουσικού κομματιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.