στολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στολή οι στολές
      γενική της στολής των στολών
    αιτιατική τη στολή τις στολές
     κλητική στολή στολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στολή (εξάρτυση με ιμαστισμό)

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στολή

Ουσιαστικό

στολή θηλυκό

  • το σύνολο των ενδυμάτων με εμβληματικό χαρακτήρα που φέρουν προς διάκριση συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, όπως σώματα ασφαλείας, ιατρικό προσωπικό, ιερείς
    αποκριάτικη στολή, στρατιωτική στολή

Υπερώνυμα

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στολή αἱ στολαί
      γενική τῆς στολῆς τῶν στολῶν
      δοτική τῇ στολ ταῖς στολαῖς
    αιτιατική τὴν στολήν τὰς στολᾱ́ς
     κλητική ! στολή στολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στολή, ήδη τον 7ο αιώνα στη Σαπφώ < μεταπτωτική βαθμίδα στολ- θέματος που απαντά και στο στέλλω [1]

Ουσιαστικό

στολή, -;hw θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) εξάρτυση στρατιωτική, ιματισμός, εξοπλισμός, τα εφόδια του στόλου
  2. (ενδυμασία) στολή
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.