στολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στολή | οι | στολές |
| γενική | της | στολής | των | στολών |
| αιτιατική | τη | στολή | τις | στολές |
| κλητική | στολή | στολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στολή (εξάρτυση με ιμαστισμό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /stoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐λή
Ουσιαστικό
στολή θηλυκό
- το σύνολο των ενδυμάτων με εμβληματικό χαρακτήρα που φέρουν προς διάκριση συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, όπως σώματα ασφαλείας, ιατρικό προσωπικό, ιερείς
- ↪ αποκριάτικη στολή, στρατιωτική στολή
Συγγενικά
(Χρειάζεται επεξεργασία)
-
στολή στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- στολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στολή | αἱ | στολαί |
| γενική | τῆς | στολῆς | τῶν | στολῶν |
| δοτική | τῇ | στολῇ | ταῖς | στολαῖς |
| αιτιατική | τὴν | στολήν | τὰς | στολᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | στολή | στολαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στολᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στολαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στολή, ήδη τον 7ο αιώνα στη Σαπφώ < μεταπτωτική βαθμίδα στολ- θέματος που απαντά και στο στέλλω [1]
Ουσιαστικό
στολή, -;hw θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) εξάρτυση στρατιωτική, ιματισμός, εξοπλισμός, τα εφόδια του στόλου
- (ενδυμασία) στολή
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.