στολίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στολίσκος οι στολίσκοι
      γενική του στολίσκου των στολίσκων
    αιτιατική τον στολίσκο τους στολίσκους
     κλητική στολίσκε στολίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στολίσκος < στόλος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

Ουσιαστικό

στολίσκος αρσενικό

  1. μικρός στόλος, ολιγάριθμο σύνολο πλοίων
  2. σύνολο μικρών πλοίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.