αὐτόστολος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
αὐτόστολος
<
αὐτός
+
στόλος
<
στέλλομαι
Επίθετο
ὁ, ἡ
αὐτόστολος
, ον
αυτός που έρχεται χωρις να τον έχει στείλει κανείς, με δική του πρωτοβουλία
ναυτικιλιακός όρος της αρχαιότητας για τρόπο
ναύλωσης
εμπορικών
πλοίων
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.