αὐτόστολος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτόστολος < αὐτός + στόλος < στέλλομαι

Επίθετο

ὁ, ἡ αὐτόστολος, ον

  1. αυτός που έρχεται χωρις να τον έχει στείλει κανείς, με δική του πρωτοβουλία
  2. ναυτικιλιακός όρος της αρχαιότητας για τρόπο ναύλωσης εμπορικών πλοίων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.