στολοδρομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στολοδρομία οι στολοδρομίες
      γενική της στολοδρομίας των στολοδρομιών
    αιτιατική τη στολοδρομία τις στολοδρομίες
     κλητική στολοδρομία στολοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στολοδρομία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στολοδρομία θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.