στεγανοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στεγανοποίηση | οι | στεγανοποιήσεις |
| γενική | της | στεγανοποίησης* | των | στεγανοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | στεγανοποίηση | τις | στεγανοποιήσεις |
| κλητική | στεγανοποίηση | στεγανοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στεγανοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στεγανοποίηση < στεγανοποιώ + -ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στεγανοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.