στεγανότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στεγανότης | αἱ | στεγανότητες | ||||
| γενική | τῆς | στεγανότητος | τῶν | στεγανοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | στεγανότητῐ | ταῖς | στεγανότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | στεγανότητᾰ | τὰς | στεγανότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | στεγανότης | στεγανότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεγανότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στεγανοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στεγανότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στεγανό(ς) + -της
Πηγές
- στεγανότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.