στεγασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεγασμένος | η | στεγασμένη | το | στεγασμένο |
| γενική | του | στεγασμένου | της | στεγασμένης | του | στεγασμένου |
| αιτιατική | τον | στεγασμένο | τη | στεγασμένη | το | στεγασμένο |
| κλητική | στεγασμένε | στεγασμένη | στεγασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεγασμένοι | οι | στεγασμένες | τα | στεγασμένα |
| γενική | των | στεγασμένων | των | στεγασμένων | των | στεγασμένων |
| αιτιατική | τους | στεγασμένους | τις | στεγασμένες | τα | στεγασμένα |
| κλητική | στεγασμένοι | στεγασμένες | στεγασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στεγάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.ɣaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐γα‐σμέ‐νος
- αρχαία ελληνική ἐστεγασμένος
Σύνθετα
- αποστεγασμένος
- αυτοστεγασμένος
- περιστεγασμένος
- συστεγασμένος
Μεταφράσεις
που έχει στεγαστεί
|
|
που έχει στέγη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.