παραμένω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παραμένω
- εξακολουθώ να βρίσκομαι σε έναν τόπο
- μετά τη σύσκεψη ο διευθυντής τον κράτησε στο γραφείο του όπου παρέμειναν συζητώντας για πολλή ώρα
- εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς αλλαγή για κάποιο χρονικό διάστημα
- μετά από τόση ένταση όλοι παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα
- στον αόριστο παραέμεινα: μένω υπερβολικά κάπου ή κάπως για πολύ χρόνο
- παραέμεινα αδρανής, πρέπει να βρω κάτι να κάνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.