παραμένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραμένω < παρά + μένω

Ρήμα

παραμένω

  1. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε έναν τόπο
    μετά τη σύσκεψη ο διευθυντής τον κράτησε στο γραφείο του όπου παρέμειναν συζητώντας για πολλή ώρα
  2. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς αλλαγή για κάποιο χρονικό διάστημα
    μετά από τόση ένταση όλοι παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα
  3. στον αόριστο παραέμεινα: μένω υπερβολικά κάπου ή κάπως για πολύ χρόνο
    παραέμεινα αδρανής, πρέπει να βρω κάτι να κάνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.