συμπαραστέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπαραστέκομαι < συμπαρίσταμαι προσαρμοσμένο στη δημοτική (όπως παρίσταμαι > παραστέκομαι)
Ρήμα
συμπαραστέκομαι (αόριστος συμπαραστάθηκα - αμετάβατο, αποθετικό)
Κλίση
→ δείτε τη λέξη στέκομαι (χωρίς μετοχή)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.