ισχύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύω
Ρήμα
ισχύω (αδόκιμο για έμψυχα)
Συγγενικά
- ισχύς
- ισχυρός
- ισχυρισμός
- ισχυροποιώ
- ισχίο (μέσω της κοινής ριζικής λέξης ἴς που σήμαινε δύναμη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.