στέκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στέκω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στέκω < ελληνιστική κοινή στήκω < αρχαία ελληνική ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι με παθητική σημασία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐κω
Εκφράσεις
Παράγωγα
Συγγενικά
Συνώνυμα
Κλίση
Προστακτική (ιδιωματικά): στέκα (β' ενικό), στεκάτε (β' πληθυντικό). Για επιπλέον τύπους, βλ. στέκομαι. [1]
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | στέκω | έστεκα | θα στέκω | να στέκω | στέκοντας | |
| β' ενικ. | στέκεις | έστεκες | θα στέκεις | να στέκεις | ||
| γ' ενικ. | στέκει | έστεκε | θα στέκει | να στέκει | ||
| α' πληθ. | στέκουμε | στέκαμε | θα στέκουμε | να στέκουμε | ||
| β' πληθ. | στέκετε | στέκατε | θα στέκετε | να στέκετε | στέκετε | |
| γ' πληθ. | στέκουν(ε) | έστεκαν στέκαν(ε) |
θα στέκουν(ε) | να στέκουν(ε) |
Πηγές
- στέκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στέκω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- για την κλίση, δείτε: Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.