χαμερπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμερπής | η | χαμερπής | το | χαμερπές |
| γενική | του | χαμερπούς* | της | χαμερπούς | του | χαμερπούς |
| αιτιατική | τον | χαμερπή | τη | χαμερπή | το | χαμερπές |
| κλητική | χαμερπή(ς) | χαμερπής | χαμερπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμερπείς | οι | χαμερπείς | τα | χαμερπή |
| γενική | των | χαμερπών | των | χαμερπών | των | χαμερπών |
| αιτιατική | τους | χαμερπείς | τις | χαμερπείς | τα | χαμερπή |
| κλητική | χαμερπείς | χαμερπείς | χαμερπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαμερπής < αρχαία ελληνική χαμερπής
Μεταφράσεις
χαμερπής
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χαμερπής < χαμαί + ἕρπω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.