στάνταρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstan.daɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐νταρ
Ουσιαστικό
στάνταρ ουδέτερο άκλιτο
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι προδιαγραφές
- ↪ έχει πολύ ψηλά στάνταρ
- πρόβλεψη για σίγουρη έκβαση (ιδίως για αθλητικούς αγώνες)
- ↪ Στοιχηματίζει πάντοτε τα στάνταρ.
- επίσης, ως επίθετο
- ↪ οι στάνταρ τιμές προϊόντων
- επίσης, ως επίρρημα: με στάνταρ τρόπο
- ↪ Συμπεριφέρεται πολύ στάνταρ· καμία έκπληξη, πολύ συνηθισμένος.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- στάνταρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «στάνταρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.