σούζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούζα οι σούζες
      γενική της σούζας
    αιτιατική τη σούζα τις σούζες
     κλητική σούζα σούζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σούζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική suzo

Ουσιαστικό

σούζα θηλυκό

  1. η στάση που παίρνει ένα τετράποδο ζώο όταν στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του
  2. η οδήγηση ενός δίτροχου οχήματος με τον μπροστινό τρόχο να σηκώνεται στον αέρα
    πήδηξε πάνω στη μηχανή και έκανε μια σούζα

Εκφράσεις

  • στέκομαι σούζα: (ειρωνικό) είμαι απόλυτα υποταγμένος σε κάποιον και περιμένω τις εντολές του για να τις εκτελέσω αμέσως, μοιάζοντας έτσι με σκύλο που στέκεται όρθιος όταν τον διατάζει ο κύριός του
    μας κάνει το σκληρό αντράκι, αλλά στέκεται σούζα μπροστά στη γυναίκα του
     συνώνυμα: στέκομαι κλαρίνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.