καλά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λά
- τονικό παρώνυμο: κάλα
Επίρρημα
καλά (τροπικό επίρρημα)
- με καλό τρόπο
- δείχνοντας ικανότητα σε κάποιο τομέα, ικανοποιητικά
- ↪ ζωγραφίζει καλά
- με ευγένεια
- ↪ Τους μίλησε καλά και τους πήρε με το μέρος της.
- σε καλή σωματική ή/και ψυχολογική κατάσταση
- ↪ είμαι καλά, νιώθω καλά, έγινε καλά
- ολοκληρωμένα, χωρίς ατέλειες
- ↪ Δε μου έφτιαξαν καλά το αυτοκίνητο και ξαναχάλασε.
- χαρακτηρισμός σχολικής επίδοσης, για βαθμό μεταξύ 12,5 και 15,5 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Εκφράσεις
- και καλά
- καλά να πάθω
- να είσαι καλά (να είστε/'σαι/'στε καλά)
- πάλι καλά
- σώνει και καλά
- τα πάω καλά
- στα καλά καθούμενα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (καλό) του καλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.