κλαρίνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλαρίνο | τα | κλαρίνα |
| γενική | του | κλαρίνου | των | κλαρίνων |
| αιτιατική | το | κλαρίνο | τα | κλαρίνα |
| κλητική | κλαρίνο | κλαρίνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κλαρίνο στη θήκη του
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /klaˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐ρί‐νο
Ουσιαστικό
κλαρίνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό λαϊκό πνευστό όργανο με μικρές διαφορές από το κλαρινέτο
Εκφράσεις
Συγγενικά
- κλαρινετίστας - κλαρινετίστα
- κλαρινέτο
- κλαρινίστας - κλαρινίστα
- κλαριντζής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.