παραστέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραστέκομαι < παραστέκω: παρα- + μεσαιωνική ελληνική στέκω, στέκομαι. [1] Βλ. και το λόγιο παρίσταμαι[2]
Ρήμα
παραστέκομαι (αόριστος παραστάθηκα)
- βοηθώ, στηρίζω, περιποιούμαι κάποιον, είμαι αρωγός
- Μου παραστάθηκε στην αρρώστια μου.
Συνώνυμα
Κλίση
→ δείτε τη λέξη στέκομαι, αλλά χωρίς μετοχή
Αναφορές
- παραστέκομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στο ίδιο λεξικό, βλ. συμπαραστέκομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.