σπουδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπουδή | οι | σπουδές |
| γενική | της | σπουδής | των | σπουδών |
| αιτιατική | τη | σπουδή | τις | σπουδές |
| κλητική | σπουδή | σπουδές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπουδή < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική σπουδή < σπεύδω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étude και λατινική studium)
- για τη σημασία «βιασύνη» < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σπουδή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spuˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπου‐δή
Ουσιαστικό
σπουδή θηλυκό
- η ενέργεια του σπουδάζω, η μελέτη, η σοβαρή ενασχόληση με ένα αντικείμενο
- (στον πληθυντικό) η φοίτηση σε ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο
- (ζωγραφική) προσχέδιο ζωγραφικού έργου
- (μουσική) μουσικό έργο, συνήθως για ένα όργανο, που έχει σαν βασικό θέμα του μια τεχνική δυσκολία
- ↪ Ο Σοπέν (Chopin) έγραψε 24 Σπουδές για πιάνο: τις δώδεκα études με αριθμό opus 10 και to έργο 25 με άλλες δώδεκα.
- λόγιο ή λαϊκότροπο η βιασύνη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σπουδή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σπουδή | αἱ | σπουδαί |
| γενική | τῆς | σπουδῆς | τῶν | σπουδῶν |
| δοτική | τῇ | σπουδῇ | ταῖς | σπουδαῖς |
| αιτιατική | τὴν | σπουδήν | τὰς | σπουδᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | σπουδή | σπουδαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπουδαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπουδή < (σπεύδω) μεταπτωτική βαθμίδα σπουδ- + -ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)
Ουσιαστικό
σπουδή θηλυκό
- η ενέργεια του σπεύδω, η ταχύτητα, η γρηγοράδα
- αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
- Ἐκεῖ τὰ πλοῖα ξέπεσαν καὶ σπάσανε στὰ βράχια καὶ μετὰ βίας ἀπὸ χαμὸ γλυτώσανε οἱ ἀνθρῶποι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
- αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
Συγγενικά
- σπουδάζω
- σπουδαῖος & παράγωγα όπως σπουδαιότης
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σπουδή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σπουδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπουδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.