σπουδή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπουδή οι σπουδές
      γενική της σπουδής των σπουδών
    αιτιατική τη σπουδή τις σπουδές
     κλητική σπουδή σπουδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπουδή < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική σπουδή < σπεύδω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étude και λατινική studium)

Προφορά

ΔΦΑ : /spuˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπουδή

Ουσιαστικό

σπουδή θηλυκό

  1. η ενέργεια του σπουδάζω, η μελέτη, η σοβαρή ενασχόληση με ένα αντικείμενο
  2. (στον πληθυντικό) η φοίτηση σε ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο
  3. (ζωγραφική) προσχέδιο ζωγραφικού έργου
  4. (μουσική) μουσικό έργο, συνήθως για ένα όργανο, που έχει σαν βασικό θέμα του μια τεχνική δυσκολία
    Ο Σοπέν (Chopin) έγραψε 24 Σπουδές για πιάνο: τις δώδεκα études με αριθμό opus 10 και to έργο 25 με άλλες δώδεκα.
  5. λόγιο ή λαϊκότροπο η βιασύνη

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπουδή αἱ σπουδαί
      γενική τῆς σπουδῆς τῶν σπουδῶν
      δοτική τῇ σπουδ ταῖς σπουδαῖς
    αιτιατική τὴν σπουδήν τὰς σπουδᾱ́ς
     κλητική ! σπουδή σπουδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπουδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σπουδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπουδή < (σπεύδω) μεταπτωτική βαθμίδα σπουδ- + < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)

Ουσιαστικό

σπουδή θηλυκό

  • η ενέργεια του σπεύδω, η ταχύτητα, η γρηγοράδα
    αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
    Ἐκεῖ τὰ πλοῖα ξέπεσαν καὶ σπάσανε στὰ βράχια καὶ μετὰ βίας ἀπὸ χαμὸ γλυτώσανε οἱ ἀνθρῶποι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.